- κλούβιασμα
- το [κλουβιάζω]1. το μπαγιάτεμα τών αβγών2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλούβιασμα — το, ατος το χάλασμα των αβγών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)